-
1 χοιροκτόνος
χοιρο-κτόνος, ον,II proparox., καθαρμοί χοιρόκτονοι purification by the sacrifice of swine, A.Eu. 283; αἷμα χ. blood of a slain swine, Id.Fr. 327.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χοιροκτόνος
См. также в других словарях:
χοιρόκτονος — ον, Α αυτός που τελείται με σφαγή χοίρου (α. «χοιρόκτονοι καθαρμοί» εξαγνισμοί που γίνονταν με θυσία χοίρου, Αισχύλ. β. «αἷμα χοιρόκτονον» αίμα σφαγμένου χοίρου, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κτονος (< κτείνω), πρβλ. ταυρό κτονος. Η… … Dictionary of Greek